- δρυ-κολάπτης
δρυ-κολάπτης, ὁ, = δρυοκολάπτης, Ar. Av. 480. 979. S. Lob. Phryn. 679.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρυ-κολάπτης, ὁ, = δρυοκολάπτης, Ar. Av. 480. 979. S. Lob. Phryn. 679.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιοκολάπτης — καρδιοκολάπτης, ὁ (Μ) αυτός που τσιμπά την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κολάπτης (< κολάπτω «τσιμπώ, πελεκώ»), πρβλ. δρυ κολάπτης, κρανο κολάπτης] … Dictionary of Greek