- βαρυ-αχθής
βαρυ-αχθής, δουλοσύνη, schwer lastend, Nonn. D. 40, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρυ-αχθής, δουλοσύνη, schwer lastend, Nonn. D. 40, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοαχθής — ἰσοαχθής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυ αχθής, πολυ αχθής] … Dictionary of Greek
μυσαχθής — μυσαχθής, ές (Α) μυσαρός, βδελυρός, μισητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» + αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυ αχθής, ισο αχθής] … Dictionary of Greek
πολυαχθής — ές, Α 1. πολύ επαχθής, καταθλιπτικός, ολέθριος («πολυαχθής λιμός», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αχθής (< ἄχθομαι «έχω βάρος, στενοχωριέμαι»), πρβλ. βαρυ αχθής] … Dictionary of Greek
εριαχθής — ἐριαχθής, ές (Α) αυτός που έχει βαρύ έριον, ο βαθύμαλλος ή ο πολύ βεβαρημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) ή έριον + αχθής (< άχθος)] … Dictionary of Greek