βαρυντικός

βαρυντικός

βαρυντικός, beschwerlich machend, Arist, Coel. 4, 3. Bei den Gramm. heißen so die Aeoler, die die Barytona lieben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαρυντικός — βαρυντικός, ή, όν (Α) [βαρύνω] 1. εκείνος που έλκει κάτι προς τα κάτω 2. φρ. «Αἰολεῑς βαρυντικοί» οι Αιολείς είχαν την τάση να μην τονίζουν στη λήγουσα αλλά ν ανεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα …   Dictionary of Greek

  • βαρυντικός — ή, ό ανιαρός, ενοχλητικός: Η παρέα του είναι πολύ βαρυντική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρυντικόν — βαρυντικός weighing down masc acc sg βαρυντικός weighing down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυντικοί — βαρυντικός weighing down masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”