- βαρυ-σμάραγος
βαρυ-σμάραγος, dumpf rasselnd, tönend, Nonn. D. 1, 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρυ-σμάραγος, dumpf rasselnd, tönend, Nonn. D. 1, 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοσμάραγος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά τον θόρυβο, την βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σμάραγος (< σμαραγῶ «κάνω θόρυβο»), πρβλ. βαρυ σμάραγος] … Dictionary of Greek