- βαρυ-σκίπων
βαρυ-σκίπων, mit schwerem Stabe, Herkules, Callim. frg. 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρυ-σκίπων, mit schwerem Stabe, Herkules, Callim. frg. 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρυσκίπων — ( ονος), ο (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που κρατάει βαρύ ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σκίπων «σκήπτρο, ράβδος, μπαστούνι»] … Dictionary of Greek