- πυκνό-φυλλος
πυκνό-φυλλος, dichtblätterig, Arist. probl. 20, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυκνό-φυλλος, dichtblätterig, Arist. probl. 20, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημερόφυλλος — ἡμερόφυλλος, ον (Α) ήμερος («ἡμερόφυλλος ἐλαία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πλατύ φυλλος, πυκνό φυλλος] … Dictionary of Greek
κοιλόφυλλος — κοιλόφυλλος, ον (Α) αυτός που έχει κοίλα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + φυλλος (< φύλλο), πρβλ. πλατύ φυλλος, πυκνό φυλλος] … Dictionary of Greek
μικρόφυλλος — η, ο (Α μικρόφυλλος και σμικρόφυλλος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφυλλο (θοτ.) πολύ μικρό φύλλο με μια μόνο νεύρωση, το οποίο είναι χαρακτηριστικό πολλών κατώτερων φυτών, όπως λ.χ. τών λυκοποδίων και τών βρυοφύτων αρχ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
παχύφυλλος — η, ο / παχύφυλλος, ον ΝΜ (για φυτά) αυτός που έχει παχιά ή μεγάλα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πυκνό φυλλος] … Dictionary of Greek
τανύφυλλος — και τανίφυλλος, ον, Α 1. (για δένδρα, ιδίως για την ελιά) αυτός που έχει επιμήκη φύλλα 2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. καλλί φυλλος. Για το θ. τού α… … Dictionary of Greek