πυκνότης

πυκνότης

πυκνότης, ητος, ἡ, Dichte, Dichtigkeit; Ar. Nubb. 383; τῆς συγκλήσεως, Thuc. 5, 71; πυκνότητι χρυσοῠ πυκνότερον ὄν, Plat. Tim. 59 b; πλήϑει καὶ πυκνότησιν, Legg. V, 734 a; auch Häufigkeit, der μανότης entgeggstzt, VII, 812 d, wie Arist. eth. 5, 1, vom Fleische; τῶν μεταβολῶν, Häufigkeit, Isocr. 4, 116. – Uebertr., Bedachtsamkeit, Klugheit, εἴ σοι πυκνότης ἔνεστ' ἐν τῷ τρόπῳ, Ar. Equ. 1128.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυκνότης — closeness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότησι — πυκνότης closeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότησιν — πυκνότης closeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητα — πυκνότης closeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητας — πυκνότης closeness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητες — πυκνότης closeness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητι — πυκνότης closeness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητος — πυκνότης closeness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… …   Dictionary of Greek

  • θάμυρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν αοιδός και μουσικός από τη Θράκη, γιος του Φιλάμμωνα και της νύμφης Αργιόπης. Λέγεται ότι ήταν ο εφευρέτης του δωρικής μουσικής κλίμακας. Οι Μούσες, αφού νίκησαν τον Θ. σε έναν μουσικό αγώνα, τον τύφλωσαν και του στέρησαν …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”