πυκνότης — closeness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνότησι — πυκνότης closeness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνότησιν — πυκνότης closeness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνότητα — πυκνότης closeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνότητας — πυκνότης closeness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνότητες — πυκνότης closeness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνότητι — πυκνότης closeness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνότητος — πυκνότης closeness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… … Dictionary of Greek
θάμυρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν αοιδός και μουσικός από τη Θράκη, γιος του Φιλάμμωνα και της νύμφης Αργιόπης. Λέγεται ότι ήταν ο εφευρέτης του δωρικής μουσικής κλίμακας. Οι Μούσες, αφού νίκησαν τον Θ. σε έναν μουσικό αγώνα, τον τύφλωσαν και του στέρησαν … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek