- ζῡμήεις
ζῡμήεις, ἄρτος, Hesych., gesäuert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζῡμήεις, ἄρτος, Hesych., gesäuert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζυμήεις — εσσα, εν (Α ζυμήεις, εσσα, εν) [ζύμη] αυτός που είναι παρασκευασμένος με ζύμη, ο ένζυμος («ζυμήεις ἄρτος», Ησύχ.) … Dictionary of Greek