- κῡδήεις
κῡδήεις, εσσα, εν, = κυδάλιμος; δῶρα, Byz. anath. 4 (IX, 697); καὶ ὄλβιοι, Man. 2, 231. 3, 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡδήεις, εσσα, εν, = κυδάλιμος; δῶρα, Byz. anath. 4 (IX, 697); καὶ ὄλβιοι, Man. 2, 231. 3, 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυδήεις — κυδήεις, εσσα, εν, δωρ. κυδάεις, εσσα, εν (Α) [κύδος] ένδοξος, περίφημος … Dictionary of Greek
κυδήεις — κῡδήεις , κυδήεις glorious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδῆεν — κῡδῆεν , κυδήεις glorious masc voc sg κῡδῆεν , κυδήεις glorious neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδήεντα — κῡδήεντα , κυδήεις glorious neut nom/voc/acc pl κῡδήεντα , κυδήεις glorious masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
κυδάεις — κυδάεις, εσσα, εν (Α) (δωρ. τ.) βλ. κυδήεις … Dictionary of Greek
κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… … Dictionary of Greek
πολυκυδήεις — εσσα, εν, Α πολυκυδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κυδήεις (< κῦδος, τὸ, «δόξα, φήμη»)] … Dictionary of Greek
κυδήεντας — κῡδήεντας , κυδήεις glorious masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδήεντες — κῡδήεντες , κυδήεις glorious masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδήεντος — κῡδήεντος , κυδήεις glorious masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)