- κῡμά-κτυπος
κῡμά-κτυπος, = κυματόκτυπος, richtiger κυμόκτυπος, vgl. Lob. zu Phryn. p. 668.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡμά-κτυπος, = κυματόκτυπος, richtiger κυμόκτυπος, vgl. Lob. zu Phryn. p. 668.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυμόκτυπος — κυμόκτυπος, ον (Α) αυτός που αντηχεί από τους χτύπους τών κυμάτων («κυμόκτυπος Αιγαίος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + κτῦπος με αναβιβασμό τού τόνου εν συνθέσει] … Dictionary of Greek