κῡμάτιον

κῡμάτιον

κῡμάτιον, τό, dim. zu κῦμα, kleine Welle. – In der Baukunst eine architektonische Verzierung, Hohlleiste, Hohlkehle, Inscr. 160, 5 ff.; LXX u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυμάτιον — volute neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματίου — κυμάτιον volute neut gen sg κῡματίου , κυματίας surging masc gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματίῳ — κυμάτιον volute neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμάτια — κυμάτιον volute neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • cimacio — (Del gr. kymation < kyma, onda.) ► sustantivo masculino 1 ARQUITECTURA Gola, moldura en forma de s: ■ decoraron las cornisas con unos cimacios labrados. 2 ARQUITECTURA Borde superior de una cornisa. * * * cimacio (del lat. «cymatĭum») m.… …   Enciclopedia Universal

  • κυμάτιο — Διακοσμητικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής. Εμφανίζεται συνήθως οριζόντιο σε μια βάση κτιρίου, σε μια κορνίζα, σε ένα κιονόκρανο, στη βάση ενός κίονα ή ενός αγάλματος και έχει κυματοειδή μορφή. Τα κ. απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία στην Ελλάδα της… …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • λεσβίος — ία, ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, ία, ον, Α θηλ. και λεσβίας, άδος και λεσβίς, ίδος) [Λέσβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβία ο κάτοικος τής Λέσβου ή… …   Dictionary of Greek

  • στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • ԾՆՕՏ — (ից, ից.) NBH 1 1023 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 14c գ. σιαγών, γνάθος maxilla, mala, gena, mentum. ծամելիքն ողջոյն, ներքոյ եւ արտաքոյ. ոսկրն ատամնաշար, եւ տեղի մօրուաց. երեսք. այտք. կզակ. կլափ. ... *Տացէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”