- κῡανό-πεζα
κῡανό-πεζα, mit dunkelblauen oder schwarzen Füßen, τράπεζα, Il. 11, 629, od. mit Füßen von Stahl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡανό-πεζα, mit dunkelblauen oder schwarzen Füßen, τράπεζα, Il. 11, 629, od. mit Füßen von Stahl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινικόπεζα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό πεζα, κυανό πεζα] … Dictionary of Greek
κυανόπεζα — κυανόπεζα, ἡ (Α) (για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυό πεζα, χιονό πεζα)] … Dictionary of Greek
ιουλόπελος — ἰουλόπελος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πολλά πόδια, όπως η σαρανταποδαρούσα 2. (μτφ. για πλοίο) αυτό που έχει πολλά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + πεζός (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πους), πρβλ. κυανό πεζος, φοινικό πεζος] … Dictionary of Greek
χαλκεόπεζος — ον, Α χαλκόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + πεζος (< πέζα «πόδι»), πρβλ. κυανό πεζος, φοινικό πεζος] … Dictionary of Greek