- κῡανό-πεπλος
κῡανό-πεπλος, mit dunklem, schwarzem Gewande; von der um die geraubte Tochter trauernden Demeter, H. h. Cer. 320 u. öfter; Leto, Hes. Th. 406.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡανό-πεπλος, mit dunklem, schwarzem Gewande; von der um die geraubte Tochter trauernden Demeter, H. h. Cer. 320 u. öfter; Leto, Hes. Th. 406.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροδόπεπλος — η, ο / ῥοδόπεπλος, ον, ΝΑ αυτός που φέρει ροδόχρωμο πέπλο ή ροδόχρωμο φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πέπλος (πρβλ. κυανό πεπλος, χρυσό πεπλος)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek