κῡματίζω

κῡματίζω

κῡματίζω, Wellen erregen, durch die Wellen in Bewegung setzen, pass., Arist. H. A. 9, 37, οὔτε κυματιζόμεναι αἰσϑάνονται, u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυματίζω — βλ. πίν. 33 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κυματίζω — (AM κυματίζω) [κύμα] προκαλώ κυματισμό, σηκώνω κύματα, κάνω κύματα νεοελλ. μτφ. κινώ κάτι ή κινούμαι κυματοειδώς («η σημαία κυματίζει») μσν. 1. χτυπώ, προσκρούω 2. (για τα μάτια) ανοιγοκλείνω γνέφοντας, παιχνιδίζω 3. φρ. «κυματίζω τὴν γλῶσσάν… …   Dictionary of Greek

  • κυματίζω — κυμάτισα, κυματίστηκα, κυματισμένος 1. δίνω σε κάτι κυματοειδή κίνηση, προξενώ κυματισμό. 2. κυματίζομαι, παράγω κύματα ή έχω κίνηση κυματοειδή: Κυματίζει η κυανόλευκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφροκυματίζω — κυματίζω ανάλαφρα, μόλις που κυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + κυματίζω] …   Dictionary of Greek

  • ανεμώ — (I) ἀνεμῶ ( έω) (Α) εξεμώ, κάνω εμετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)* + εμώ «ξερνώ, κάνω εμετό»]. (II) ἀνεμῶ ( όω) (AM) Ι. ενεργ. μσν. εκθέτω στον άνεμο, αφήνω να κυματίζει στον άνεμο II. (μέσ., ούμαι) (αρχ. μσν.) σαλεύω, κυματίζω στον αέρα («ἠνεμωμένος… …   Dictionary of Greek

  • υποκυμαίνω — ΜΑ κυματίζω ελαφρά («καὶ ποταμὸς... ὑποκυμαίνων», Μάρκ Ευγεν.) αρχ. μτφ. ταράζω ελαφρά, ζαλίζω («ἔρως και οἶνος αὐτοῡ τὸν νοῡν ὑπεκύμαινον», Ρητ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κυμαίνω «κυματίζω, κινούμαι όπως το κύμα»] …   Dictionary of Greek

  • φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… …   Dictionary of Greek

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

  • ακυμάτιστος — η, ο αυτός που δεν κυματίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κυματιστός < κυματίζω] …   Dictionary of Greek

  • ανεμίζω — (Μ ἀνεμίζω) Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα νεοελλ. 1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω 2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοκυματίζω — 1. (για τα μαλλιά, επιφάνεια νερού, σπαρτά κ.λπ.) κυματίζω γλυκά, κινούμαι με ελαφρούς κυματισμούς 2. (για πλαγιά ή βουνοκορφή) σχηματίζω απαλή κυματοειδή καμπύλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”