κῡματίας

κῡματίας

κῡματίας, ion. κῡματίης, ὁ, 1) dasselbe; πόρον κυματίαν ὁρίζει Aesch. Suppl. 541; κυμ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Her. 2, 111; bei Sp. auch übertr., unstät, unruhig, Liban. – 2) Wellen erregend, ἄνεμος μέγας καὶ κυματίης Her. 8, 118.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυματίας — κυματίας, ὁ (ιων. τ. κυματίης) (Α) 1. αυτός που έχει πολλά κύματα, κυματώδης, κυμαινόμενος 2. αυτός που προκαλεί, που σηκώνει κύματα («ἄνεμον μέγαν καὶ κυματίην», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • κυματίας — κῡματίᾱς , κυματίας surging masc acc pl (ionic) κῡματίᾱς , κυματίας surging masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματίαι — κῡματίαι , κυματίας surging masc nom/voc pl (ionic) κῡματίᾱͅ , κυματίας surging masc dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματίαν — κῡματίᾱν , κυματίας surging masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) κῡματίαν , κυματίας surging masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματηρός — κυματηρός, ά, όν (Α) κυματίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. ηρός (πρβλ. αιματ ηρός, καματ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • κυματόεις — εσσα, εν (Α κυματόεις) (ποιητ. τ.) κυματίας*, γεμάτος κύματα, φουρτουνιασμένος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. όεις, πρβλ. αιματ όεις, εγκατ όεις] …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • κυματίην — κῡματίην , κυματίας surging masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματίης — κῡματίης , κυματίας surging masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματίου — κυμάτιον volute neut gen sg κῡματίου , κυματίας surging masc gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”