- κῡματηδόν
κῡματηδόν, nach Art der Wellen, Io. Lyd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡματηδόν, nach Art der Wellen, Io. Lyd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυματηδόν — (Μ) όπως τα κύματα, σαν κύμα, κυματοειδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου, κατά το πρηνη δόν (πρβλ. σωρη δόν, βαθμη δόν)] … Dictionary of Greek
κυματηδόν — like a wave indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουστροφηδόν — επίρρ. (Α) (για τον αρχαιότατο τρόπο γραφής από αριστερά προς τα δεξιά και από δεξιά προς αριστερά διαδοχικά) κατά τον τρόπο με τον οποίο στρέφονται τα βόδια στο όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούστροφος + (επιρρ. κατάλ.) ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, βαθμηδόν,… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek