- κῡματο-ειδής
κῡματο-ειδής, ές, wellenarig, wellenförmig, ἄνεμοι, Arist. probl. 26, 26 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡματο-ειδής, ές, wellenarig, wellenförmig, ἄνεμοι, Arist. probl. 26, 26 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλεκτροειδής — ἠλεκτροειδής, ές (Α) αυτός που αναφέρεται στο ήλεκτρο, στο κεχριμπάρι, ή που μοιάζει με κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + ειδής (πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής)] … Dictionary of Greek
ηλιοειδής — ἡλιοειδής, ές (AM, Α και ἡλιώδης) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, αυτός που λάμπει και ακτινοβολεί όπως ο ήλιος. επίρρ... ἡλιοειδῶς (AM) λαμπρά όπως ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ειδης (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής] … Dictionary of Greek
θαλασσοειδής — ές (Α θαλασσοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + ειδής (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, ομο ειδής] … Dictionary of Greek