- πυκνό-πορος
πυκνό-πορος, mit dichten od. häufigen Gängen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυκνό-πορος, mit dichten od. häufigen Gängen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek