- πυκνό-πτερος
πυκνό-πτερος, dichtbefiedert, ἀηδών, Soph. O. C. 17, od. in dichten Schaaren herumfliegend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυκνό-πτερος, dichtbefiedert, ἀηδών, Soph. O. C. 17, od. in dichten Schaaren herumfliegend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίπτερος — καλλίπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραία φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. κυανό πτερος, πυκνό πτερος] … Dictionary of Greek
πυκνόπτερος — ον, Α αυτός που έχει πυκνό πτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό πτερος] … Dictionary of Greek