- κῡριό-λεκτος
κῡριό-λεκτος, im eigentlichen Sinne gesagt, gebraucht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡριό-λεκτος, im eigentlichen Sinne gesagt, gebraucht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυριόλεκτος — κυριόλεκτος, ον (AM) αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια σημασία, κυριολεκτικός αρχ. αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο. επίρρ... κυριολέκτως (Α) με κυριολεξία, κυριολεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + λεκτος (< λέγω),… … Dictionary of Greek
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
καιριολεκτώ — καιριολεκτῶ, έω (Μ) 1. μεταχειρίζομαι μια λέξη εύστοχα 2. μιλώ σε κατάλληλο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καίριος + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. κοινο λεκτώ, κυριο λεκτώ] … Dictionary of Greek
κενολεκτώ — κενολεκτῶ, έω (Α) κενολογώ, μιλώ χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αερολογώ, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριο λεκτώ, ορθο λεκτώ] … Dictionary of Greek
λεπτολεκτώ — λεπτολεκτῶ, έω (Μ) λεπτολογώ, αφηγούμαι λεπτομερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. καιριο λεκτώ, κυριο λεκτώ] … Dictionary of Greek
μεταρσιολεκτώ — μεταρσιολεκτῶ, έω (Α) μωρολογώ σχετικά με σπουδαία θέματα, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «εκκρεμής, ασταθής, μάταιος» + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. καιριο λεκτώ, κυριο λεκτώ] … Dictionary of Greek
ξενολεκτώ — ξενολεκτῶ, έω (Α) χρησιμοποιώ παράξενη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + λεκτῶ ( λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριο λεκτώ] … Dictionary of Greek
ονειρολεκτώ — ὀνειρολεκτῶ, έω (Α) μιλώ στον ύπνο μου, παραμιλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριο λεκτώ] … Dictionary of Greek
πολυλεξία — ἡ, Μ πολυλογία, φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λεξία (< λεκτῶ < λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριο λεξία] … Dictionary of Greek
πρωτολεκτώ — έω, Μ μεταχειρίζομαι μία λέξη με την αρχική της σημασία, κυριολεκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριο λεκτώ] … Dictionary of Greek