- κῡριότης
κῡριότης, ητος, ἡ, das Eigenthum, die Herrschaft, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡριότης, ητος, ἡ, das Eigenthum, die Herrschaft, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυριότης — κῡριότης , κυριότης dominion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DOMINATIO — titulus honorarius Regg. in Epp. Francicis alibique passim. Graecis Κυριότης, formula loquendi, hodiequeve Italis in usu, vostra Signorîa. Guil Britto Philippidos l. 6. v. 156. Vestra quidem plene Dominatio novit, ut a quo Tam laudabiliter… … Hofmann J. Lexicon universale
κυριτικό — και κουιριτικός και κουιρικός, ή, ό [Κυρίτες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κυρίτες, δηλ. στους Ρωμαίους πολίτες 2. φρ. α) «κυριτικό δίκαιο» το δίκαιο τής προκλασικής περιόδου τής Ρώμης, που ρύθμιζε προνομιακώς τα θέματα μόνο τών Ρωμαίων … Dictionary of Greek
κυριότητα — (Νομ.). Το εμπράγματο δικαίωμα με το οποίο εκφράζεται η πλήρης εξουσία ενός προσώπου πάνω σε ένα πράγμα. Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) –αντίθετα με άλλους ευρωπαϊκούς– δε δίνει τον ορισμό της κ. Το ίδιο συμβαίνει και με το ρωμαϊκό δίκαιο, αν … Dictionary of Greek
πολυκυριότης — ητος, ἡ, Μ η ύπαρξη πολλών κυρίων, πολλών εξουσιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κυριότης (< κύριος)] … Dictionary of Greek
ՏԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0878 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c, 14c գ. κυριότης dominatio κυρία dominatus. Տէրութիւն. տէր գոլն. տիրելն. տիրապետութիւն. իշխանութիւն. *Զտիրութիւնն ունի բոլորիցս՝ բոլոր աստուածութիւն: Ո՞ւմ տացուք զտիրութիւնն: Նմա՛… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κυριοτήτων — κῡριοτήτων , κυριότης dominion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριότησι — κῡριότησι , κυριότης dominion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριότησιν — κῡριότησιν , κυριότης dominion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριότητα — κῡριότητα , κυριότης dominion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριότητας — κῡριότητας , κυριότης dominion fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)