- κῡρωτικός
κῡρωτικός, bestätigend, bekräftigend, Clem. Al. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡρωτικός, bestätigend, bekräftigend, Clem. Al. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυρωτικός — ή, ό (Α κυρωτικός, ή, όν) [κυρώ] αυτός που δίνει κύρος, νομική ισχύ, που επιφέρει κύρωση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός («κυρωτικός νόμος») … Dictionary of Greek
κυρωτικός — ή, ό επικυρωτικός, επιβεβαιωτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)