- γῡπάριον
γῡπάριον, τό, dim. zum folgdn, Ar. Equ. 790.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γῡπάριον, τό, dim. zum folgdn, Ar. Equ. 790.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυπάριον — γυπάριον, το (Α) [γυψ] φωλιά σε σχισμή βράχου … Dictionary of Greek
γυπαρίοις — γῡπαρίοις , γυπάριον nest neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυπάρια — γῡπάρια , γυπάριον nest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)