- γῖννος
γῖννος, auch γῖνος u. γιννός geschrieben, ὁ, hinnus, das Junge des Maulesels, Arist. H. A. 7, 24 de gen. anim. 2, 8. Bei Strab. kleines, verkrüppeltes Pferd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γῖννος, auch γῖνος u. γιννός geschrieben, ὁ, hinnus, das Junge des Maulesels, Arist. H. A. 7, 24 de gen. anim. 2, 8. Bei Strab. kleines, verkrüppeltes Pferd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γίννος — και γιννός, ο (Α γίννος και γῑνος). νεοελλ. γόνος αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου αρχ. 1. υποτιθέμενος γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου 2. μικρόσωμος ημίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο… … Dictionary of Greek
ίννος — ἴννος, ὁ (Α) ο γίννος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μτγν. τ. τής λ. γίννος*, που έχει την ίδια σημ. Στη λατ. μαρτυρείται η δάνεια λ. hinnus] … Dictionary of Greek
HINNUS — dicitur ex equo et asina genitus, Vatroni l. 2. c. 8. sicut mulus, qui procreatur ex asino et equa. Plin. l. 8. c. 44. Graecis ἵννος, ὕννος, et γίννος, vide supra Ginnus, et infra ubi de Mulabus fecundis … Hofmann J. Lexicon universale
όνιννος — ὄνιννος, ὁ (Α) είδος παρασίτου που ζει σε θαλάσσια φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν η λ. έχει παραδοθεί σωστά, πιθ. να αποτελεί σύνθ. με α συνθετικό το ὄνος και β συνθετικό τη λ. ἴννος (πιθ. μτγν. τ. τού γίννος «γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου»] … Dictionary of Greek