- κῖκι
κῖκι, εως, τό, auch κίκι accentuirt, der Wunderbaum, ricinus, sonst κρότων genannt, aus dessen Frucht ein abführendes Oel gepreßt wird, das auch so heißt; Her. 2, 94; Plat. Tim. 60 a; Strab. XVII, 824 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῖκι, εως, τό, auch κίκι accentuirt, der Wunderbaum, ricinus, sonst κρότων genannt, aus dessen Frucht ein abführendes Oel gepreßt wird, das auch so heißt; Her. 2, 94; Plat. Tim. 60 a; Strab. XVII, 824 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίκι — castor oil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκι — το (Α κίκι και κῑκι, εως και ιος) το φυτό ρίκινος αρχ. το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό τού φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως. ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ ικιον. ΣΥΝΘ. αρχ.… … Dictionary of Greek
κίκινος — η, ο (Α κίκινος, ίνη, ον) [κίκι] αυτός που παρασκευάζεται από τον καρπό τού φυτού κίκι* … Dictionary of Greek
κίκιον — κίκιον, τὸ (Α) [κίκι] 1. κίκι* 2. (κατά τον Γαλ.) «κρότωνος ῥίζας» … Dictionary of Greek
κικέα — κικέα, ἡ (Α) το φυτό κίκι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῖκι κατά το συκέα) … Dictionary of Greek
κικιουργός — κικιουργός, ὁ (Α) αυτός που παρασκευάζει κίκι*, κικινέλαιο, ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
κικιοφόρος — κικιοφόρος, ον (Α) πάπ. (για τη γη) αυτός που παράγει κίκι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
Клещевина — (Ricinus communis L.) растение из семейства молочайных (Euphorbiaceae), дико растущее в Индии и в Южной Америке и теперь возделываемое в теплых и умеренных климатах. К. отличается необычайно энергичным ростом, так что некоторые историки полагают … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κικινέλαιο — Λιπαρό έλαιο, σχεδόν άχρωμο και άοσμο, με δυσάρεστη γεύση, το οποίο λαμβάνεται από το φυτό ρετσινολαδιά (ρίκινος ο κοινός). Έχει μεγάλο ιξώδες ειδικό βάρος 0,96 0,97 gr/cm3 και είναι διαλυτό στην απόλυτη αλκοόλη, στον αιθέρα, στο χλωροφόρμιο κ.α … Dictionary of Greek
σήσαμο — το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α το σουσάμι μσν. αρχ. ο σπόρος ή ο καρπός τού σησάμου, τής σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.) αρχ. 1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου»,… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek