- κῑονικός
κῑονικός, von der Säule, zur Säule gehörig, Eustath. 1390, 10; – zu Krankheiten am Zäpfchen (s. κιονίς) geneigt, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑονικός, von der Säule, zur Säule gehörig, Eustath. 1390, 10; – zu Krankheiten am Zäpfchen (s. κιονίς) geneigt, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιονικός — κιονικός, ή, όν (Μ) [κίων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κίονα … Dictionary of Greek
κιονικόν — κιονικός of a pillar masc acc sg κιονικός of a pillar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονικούς — κιονικός of a pillar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονικήν — κιονικός of a pillar fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek