- κῑονό-κρᾱνον
κῑονό-κρᾱνον, τό, Säulenknopf, -knauf; Xen. Hell. 4, 4, 5; Strab. IV, 198; D. Sic. 5, 47. Vgl. κιόκρανον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑονό-κρᾱνον, τό, Säulenknopf, -knauf; Xen. Hell. 4, 4, 5; Strab. IV, 198; D. Sic. 5, 47. Vgl. κιόκρανον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίκρανον — ἡμίκρανον, τὸ (AM) βλ. ημίκραιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κρανον (< *κρανον < κρανίον), πρβλ. δί κρανον, κιονό κρανον] … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
λεοντόκρανον — λεοντόκρανον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «Ἀμαζονικὸν ὅπλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κρανον (< *κρανον, βλ. κρανίον), πρβλ. βού κρανον, κιονό κρανον] … Dictionary of Greek
ωλέκρανο — το / ὠλέκρανον, ΝΑ, και ολέκρανο και ωλενόκρανο Ν, και ὀλέκρανον και ὠλενόκρανον Α ανατ. προεξέχουσα απόφυση τού άνω άκρου τής ωλένης, που σχηματίζει το οπίσθιο μέρος τής άρθρωσης τού αγκώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὠλενό κρανον, με συλλαβική ανομοίωση… … Dictionary of Greek
κανονιόκρανο — το το εξόγκωμα που βρίσκεται γύρω από το στόμιο τής προτομής τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. κανονιόκρανο αντί* κανονόκρανο (βλ. λ. κανονιοβολώ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κρανο (< κρᾱνον «κρανίο», τ. που μαρτυρείται μόνο στο β συνθετικό σύνθ.… … Dictionary of Greek
τοιχόκρανον — τὸ, Α το ανώτατο άκρο, η κορυφή τού τοίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + κρανον (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. κιονό κρανον] … Dictionary of Greek
κιόκρανον — κιόκρανον, τὸ (Α) κιονόκρανο* («πίπτει τὸ κιόκρανον ἀπὸ τοῦ κίονος οὔτε σεισμοῦ οὔτε ἀνέμου γενομένου», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ερμηνεύεται ως προερχόμενη από κιονό κρανον* με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), αν και ο τ. κιονόκρανον είναι… … Dictionary of Greek
οχετόκρανον — ὀχετόκρανον, τὸ (Α) το ακραίο τμήμα οχετού, από όπου εκχέεται το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κρανίον (πρβλ. κιονό κρανον), βλ. λ. κρανίο] … Dictionary of Greek
στηλόκρανο — το, Ν ναυτ. τεμάχιο σκληρού ξύλου που χρησιμεύει για τη σύνδεση τού επιστηλίου με τη στήλη τού ιστού, κν. τεσταμόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κρανο (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. κιονό κρανο. Η λ., στον λόγιο τ. στηλόκρανον, μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek