- πυρώτερος
πυρώτερος, feuriger, ein unmittelbar von πῠρ gebildeter comparst., πυρώτερα φοινίσσοιτο, Arat. 798.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρώτερος, feuriger, ein unmittelbar von πῠρ gebildeter comparst., πυρώτερα φοινίσσοιτο, Arat. 798.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρώτερος — έρα, ον, Α [πυρρός] επικ. συγκριτ. τ. τού πυρρός … Dictionary of Greek