- πυρ-ώπης
πυρ-ώπης, ὁ, fem. πυρῶπις, = πυρωπός; Opp. Cyn. 2, 317; ὧραι, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρ-ώπης, ὁ, fem. πυρῶπις, = πυρωπός; Opp. Cyn. 2, 317; ὧραι, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρώπης — πύρωπες, θηλ. και πυρῶπις, ώπιδος, Α πυρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + ώπης (< ὤψ, ὠπὸς «μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. βλοσυρ ώπης, γλαυκ ώπης] … Dictionary of Greek