εἰνάκις

εἰνάκις

εἰνάκις, p. = ἐννάκις, neunmal, Od. 14, 230.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εινάκις — βλ. ενάκις …   Dictionary of Greek

  • εἰνάκις — ἐνάκις nine times epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενάκις — ἐνάκις και ἐνάκι, επικ. τ. εἰνάκις (Α) (αριθμ. επίρρ.) εννιά φορές …   Dictionary of Greek

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”