ζώνη

ζώνη

ζώνη, , Gurt, Gürtel, Leibbinde; bei Hom. der untere Gürtel, den die Frauen oberhalb der Hüften trugen, der das Gewand zusammenhielt, welches faltig über im niederhing (vgl. ζωστήρ), περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξύϊ Od. 10, 544, vgl. 5, 231; Il. 14, 181, vom Leibgurt des Agamemnon unter dem Panzer, κατὰ ζώνην ϑώρηκος ἔνερϑεν νύξε 11, 234. Von Männern Xen. An. 4, 7,. 16, vgl. 1, 6, 10, Plat. Hipp. min. 368 c, Ath. X, 443 b. Von Frauengürteln auch Aesch. ἔχω στρόβους ζώνας τε συλλαβὰς πέπλων, Suppl. 452; Eur. ζῶναί τέ σοι χαλῶσι, vom bacchantischen Aufzug des Pentheus, Bacch. 933; τῆς γυναικός Her. 1, 51; χώραν, ὴν καλεῖν τοὺς ἐπιχωρίους ζώνην τῆς βασιλέως γυναικός Plat. Alc. I, 123 b, erkl. durch Xen. An. l, 4, 9 κῶμαι Παρυσάτιδος ἦσαν εἰς ζώνην δεδομέναι, die der persischen Königinn zur Bestreitung ihres Gürtels, od. übh. ihres S chmuckes (zum Nadelgelde) gegebenen Ortschaften, – ζώνην λύειν, den Gürtel lösen, bes. vom Bräutigam, der die Braut in das Brautbett führt, Od. 11, 245, wie Plut. Lyc. 15 ὁ δὲ νυμ φίος ἔλυε τὴν ζώνην τῆς νύμφης; Sp.; im med. von Frauen, μούνῳ ένὶ ζώναν ἀνέρι λυσαμένα Ep. ad. 649 (VII, 324); auch von Gebärenden, ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταϑηκαμένατίκτε κοῦρον Pind. Ol. 6, 39; Opp. τόκων ἀπελύσατο ζώνην, Cyn. 3, 56; auch von der Artemis, die den Gebärenden hilft u. sie von der Bürde befrei't; bei Her. 8, 120 von Xerres, πρῶτον ἐλύσατο τὴν ζώνην, ὡς ἐν ἀδείῃ ἐών, er machte es sich bequem, machte Halt u. ruhte aus; vgl. ἀναλύσασϑαι ζώνην Callim. Del. 237. – Aehnl. sind Vrbdgn wie ἐξ οὗ τέκνων ἤνεγχ' ὑπὸ ζώνην βάρος, wie wir sagen: unter dem Herzen tragen, Aesch. Ch. 986; πῶς γάρ σ' ἔϑρεψεν ἐντὸς ζώνης Eum. 578; τοῦ. τον ἔφερον ζώνης ὕπο Eur. Hec. 762, vgl. δαίμων τᾶς ματρὸς ζώνας I. T. 204, des mütterlichen Ehebundes. – Auch die Gegend des Leibes, um die der Gürtel getragen wurde, zwischen den Hüften u. kurzen Rippen, hieß so, wie Agamemnon Il. 2, 479 heißt Ἄρεϊ ζώνην ἴκελος, dem Ares ähnlich an schlankem Bau, was Paus. 9, 17, 3 aber durch ἡ τῶν ὅπλων σκευή erkl., wie B. A. 261 ζώνη, ἡ ὅπλισις neben περιγραφὴ τῶν λαγόνων; dah. sagt Demodoc. (XI, 238) Καππαδόκαι φαῦλοι μὲν ἀεί, ζώνης δὲ τυχόντες, im Kriege (vgl. ζώννυμι), φαυλότεροι. – Uebh. alles gürtelartig Herumlaufende, in der Baukunst der Fries, vgl. διάζωμα; in der Geographie Erd- u. Himmelsgürtel, Zone, vgl. Strab. II, 94 ff. – In der Arzneikunde das sogenannte heilige Feuer, eine Hautkrankheit, die sich gürtelartig um den ganzen Leib herumzieht, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζώνη — belt fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνῃ — ζώνη belt fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — η 1. ταινία από δέρμα ή ύφασμα: Έσφιξε τη μέση της με τη ζώνη. 2. περιοχή: Η επιφάνεια της Γης χωρίζεται σε πέντε ζώνες. 3. ό,τι μοιάζει με ζώνη: Οι αστυνομικοί σχημάτισαν ζώνη γύρω από το φέρετρο. 4. «ζώνη αγνείας», σιδερένιο πλέγμα που το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζώνη ελεύθερων συναλλαγών — Συνεργασία που πραγματοποιείται με διεθνή σύμβαση και με την οποία δύο ή περισσότερα κράτη αποφασίζουν να καταργήσουν στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις τους τελωνειακούς φραγμούς και κάθε άλλη μορφή περιορισμού των ανταλλαγών, διατηρώντας όμως… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη της Αφροδίτης — Ζωνοειδής κεραιοφόρος οργανισμός. Ανήκει στα κτενοφόρα και είναι ημιδιαφανής, επιμήκης και πλατύς όπως ακριβώς και μια ζώνη. Έχει ύψος έως 1,5 εκ. και μήκος έως 1,5 μ. Ζει στη Μεσόγειο και στον τροπικό Ατλαντικό ωκεανό …   Dictionary of Greek

  • Ζώνη, αγία — Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, ο αυτοκράτορας Αρκάδιος μετέφερε, το 395, τη ζώνη της Θεοτόκου από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά, φυλασσόταν στον ναό των Χαλκοπρατείων της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, τεμαχίστηκε και τα τεμάχιά… …   Dictionary of Greek

  • νομισματική ζώνη — Σύνολο των χωρών και περιοχών, στο χώρο των οποίων χρησιμοποιείται ελεύθερα για τις διεθνείς πληρωμές το ίδιο νόμισμα. Σήμερα σημαντικότερη ν. είναι η ζώνη του ευρώ (βλ. λήμμα ευρώ), όπου 12 από τις 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μοιράζονται το… …   Dictionary of Greek

  • βαθυπελαγική ζώνη — Μία από τις κάθετες ζώνες στις οποίες χωρίζονται τα νερά των μεγάλου βάθους θαλάσσιων εκτάσεων. Ανήκει στο πελαγικό ή ωκεάνιο οριζόντιο τμήμα των ωκεανών, δηλαδή αυτό που βρίσκεται πέρα από τη νηριτική ζώνη της υφαλοκρηπίδας και το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αγνείας, ζώνη — Η ζώνη που χρησιμοποιούσαν στην περίοδο κυρίως των Σταυροφοριών οι άντρες, για να είναι βέβαιοι για την αγνότητα των συζύγων τους κατά την απουσία τους στις εκστρατείες. Η ζώνη αυτή κάλυπτε τα γεννητικά όργανα της γυναίκας και ασφαλιζόταν με… …   Dictionary of Greek

  • νηριτική ζώνη ή νηριτικό τμήμα — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά αντί του όρου παράλια ζώνη των θαλασσών. Ανήκει στην ευφωτική ζώνη, δηλαδή σε αυτή που δέχεται σημαντικές ποσότητες φωτεινής ενέργειας και γι’ αυτό είναι πλούσια σε φυτικά είδη και, κατά συνέπεια, σε ποικιλία ζώων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”