- εἰνακόσιοι
εἰνακόσιοι, ion. u. p. = ἐννακόσιοι, Her. 2, 13. 145, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰνακόσιοι, ion. u. p. = ἐννακόσιοι, Her. 2, 13. 145, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εινακόσιοι — βλ. ενακόσιοι … Dictionary of Greek
ενακόσιοι — ἐνακόσιοι και ἐννακόσιοι, αι, α, ιων. τ. εἰνακόσιοι (Α) (απόλ. αριθμ.) αυτοί που αποτελούν ποσότητα εννιά εκατοντάδων, εννιακόσιοι … Dictionary of Greek
εννεακόσιοι — και εννιακόσιοι, ες, α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. εἰνακόσιοι, Μ ἐννεακόσιοι και ἐνακόσιοι, αι, α) (βλ. εννακόσιοι και ενακόσιοι) οι εννέα φορές εκατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > κόσιοι, όπου το ο είναι αναλογικά προς τα κοντα … Dictionary of Greek