εἴνατος

εἴνατος

εἴνατος, p. = ἔννατος, Il. 2, 295.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • είνατος — Αρχαία πόλη της Κρήτης, που βρισκόταν στα νότια παράλια του ανατολικού τμήματος του νησιού. Αναφέρεται και με τις ονομασίες Είνατον και Ίνατος. Παλαιότερα, ταύτιζαν τη θέση της με τον οικισμό Ίνι, κοντά στον οποίο βρίσκονται αρχαία ερείπια.… …   Dictionary of Greek

  • εἴνατος — ἔνατος ninth masc nom sg (epic ionic) εἴνατος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένατος — η, ο (AM ἔνατος, άτη, ατον Α και επιτ. τ. εἴνατος, η, ον και αιολ. τ. ἔνοτος, η, ον) αυτός που στη σειρά κατέχει τον αριθμό εννέα («εἴνατος ἐνιαυτός», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ένατο καθένα από τα εννέα ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το… …   Dictionary of Greek

  • εἴνατον — ἔνατος ninth masc acc sg (epic ionic) ἔνατος ninth neut nom/voc/acc sg (epic ionic) εἴνατος masc acc sg εἴνατος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • e-neue̯ n, neun̯ ,̥ enun̯ ̥ —     e neue̯ n, neun̯ ,̥ enun̯ ̥     English meaning: nine     Deutsche Übersetzung: “neun”     Note: Root e neu̯en, neu̯n̥, enu̯n̥ (*henekʷt ): “nine” was created as a compound of Root neu̯os, i̯os : “new” + Root ok̂tō(u) : “eight”.     Material …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • девятый — укр. дев ятий, ст. слав. девѩтъ, болг. девети, сербохорв. дѐве̄тӣ, словен. deveti, чеш. devaty, слвц. deviaty, польск. dzîewiąty, в. луж. dzewjaty, н. луж. zewjety. Родственно лит. deviñtas, лтш. devîts, devîtais, др. прусск. newīnts, гот …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • τιταίνω — ΜΑ (επικ. τ.) 1. κατευθύνω κάποιον ή κάτι προς κάπου («εἰς δύσιν ὄμμα τίταινε, πότε γλυκὺς ἕσπερος ἔλθοι», Νόνν.) 2. μέσ. τιταίνομαι α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («αὐτὰρ ὅ γ ἄψ ὤσασθε τιταινόμενος», Ομ. Οδ.) β) (για… …   Dictionary of Greek

  • εἰνάτη — ἔνατος ninth fem nom/voc sg (attic epic ionic) εἴνατος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνάτης — ἔνατος ninth fem gen sg (attic epic ionic) εἴνατος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνάτῃ — ἔνατος ninth fem dat sg (attic epic ionic) εἴνατος fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”