- εἰδωλικός
εἰδωλικός, bilderreich; Clem. Al. protr. p. 14; Schol. Plat. Gorg. 342 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰδωλικός, bilderreich; Clem. Al. protr. p. 14; Schol. Plat. Gorg. 342 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ειδωλικός — εἰδωλικός, ή, όν (Α) 1. συμβολικός, εικαστικός 2. φανταστικός 3. φασματώδης 4. αυτός που αναφέρεται στα είδωλα … Dictionary of Greek
εἰδωλικός — symbolical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλικά — εἰδωλικός symbolical neut nom/voc/acc pl εἰδωλικά̱ , εἰδωλικός symbolical fem nom/voc/acc dual εἰδωλικά̱ , εἰδωλικός symbolical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλικώτερον — εἰδωλικός symbolical adverbial comp εἰδωλικός symbolical masc acc comp sg εἰδωλικός symbolical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλικῶν — εἰδωλικός symbolical fem gen pl εἰδωλικός symbolical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλικόν — εἰδωλικός symbolical masc acc sg εἰδωλικός symbolical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλικαῖς — εἰδωλικός symbolical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλικαί — εἰδωλικός symbolical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλικοῖς — εἰδωλικός symbolical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλικοί — εἰδωλικός symbolical masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλικοῦ — εἰδωλικός symbolical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)