- εἰδωλό-θυτον
εἰδωλό-θυτον, τό, das einem Götzenbilde Geopferte, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰδωλό-θυτον, τό, das einem Götzenbilde Geopferte, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωοθυτοκαρδιηπατοσκόπος — ζῳοθυτοκαρδιηπατοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί, που εξετάζει τις καρδιές και τα ήπατα τών σφαγίων στις ζωοθυσίες για μαντεία, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωο θυτον (< ζω(ο) [ΙΙ]* + θυτος < θύω, πρβλ. ειδωλό θυτος, καλλί θυτος) + καρδία +… … Dictionary of Greek