- κὰγ γόνυ
κὰγ γόνυ, = κατὰ γόνυ, Il. 20, 458.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κὰγ γόνυ, = κατὰ γόνυ, Il. 20, 458.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καγ — κάγ (Α) σπάν. ποιητ. τ. τής πρόθεσης κατά πριν από γ («κὰγ γόνυ» κατά γόνυ, Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
καπ — κάπ (Α) επικ. τ. τού κατά πριν από π ή φ («κὰπ πεδίον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά με αποκοπή τού τα και αφομοίωση προς το αρκτικό σύμφωνο τής επόμενης λ. (πρβλ. και κὰγ γόνυ=κατὰ γόνυ)] … Dictionary of Greek