εἰκαιότης

εἰκαιότης

εἰκαιότης, ητος, ἡ, dasselbe, Sp., neben ἀκοσμία, D. L. 7, 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εικαιότης — εἰκαιότης, η (Α) [εικαῑος] η είκαιοσύνη …   Dictionary of Greek

  • εἰκαιότης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιότητα — εἰκαιότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιότητος — εἰκαιότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεικαιότης — ἀνεικαιότης, η (Α) διάκριση, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”