πυρί-χρως

πυρί-χρως

πυρί-χρως, ὁ, ἡ, feuerfarbig, Arist. rhet. 3, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελίχρως — μελίχρως, ωτος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χρώς, χρωτός (πρβλ. μολυβδό χρως, πυρί χρως)] …   Dictionary of Greek

  • πυρίχρως — ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και πυρόχρως, πύρωχρων, Μ αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, πυρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδό χρως] …   Dictionary of Greek

  • πυρίκμητος — ον, Α 1. ο κατεργασμένος στη φωτιά, αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με τη χρήση φωτιάς 2. ο παρασκευασμένος στη φωτιά ή ο κομμένος στη φωτιά, πυρίκαυστος («πυρίκμητος χρώς», Νίκ. Θηρ.) 3. (για έδεσμα) μαγειρεμένος στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι… …   Dictionary of Greek

  • πυρίχρους — και πυρόχρους, ουν, και πυρίχροος, οον, Α πυρίχρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδό χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”