πυρί-φλογος

πυρί-φλογος

πυρί-φλογος, feuerflammend, ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις, Empedocl. sphaera 112.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρουσιφλεγής — ές και κρουσίφλογος, η, ο αυτός που αναφλέγεται κατά την κρούση («κρουσιφλεγής οβίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουσιφλεγής < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + φλεγής (< φλέγω), πρβλ. κοσμο φλεγής, πυρι φλεγής, ενώ ο τ. κρουσίφλογος < θ.… …   Dictionary of Greek

  • πολύφλογος — ον, Α αυτός που αναδίδει πολλές φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλογος (< φλόξ, φλογός «φλόγα»), πρβλ. πυρί φλογος] …   Dictionary of Greek

  • φερέφλογος — και φερήφλογος, ον, Μ αυτός που έχει φλόγα, φλογοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πυρί φλογος. Το η τού τ. φερήφλογος για αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών] …   Dictionary of Greek

  • πυρίφλογος — και πυρόφλογος, ον, Α αυτός που εκβάλλει φλόγες, φλογερός («ἡλίου βολαῑς πυριφλόγοις», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. ά φλογος, πολύ φλογος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίφλοξ — καλλίφλοξ, ογος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που αναδίδει ωραία φλόγα («θεοῑσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φλόξ, φλογός] …   Dictionary of Greek

  • πυριφλόγιστος — ον, Μ αυτός που καίγεται γύρω γύρω, που καψαλίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλογιστος (< φλόξ, φλογός < φλέγω)] …   Dictionary of Greek

  • φλογολαμπής — ές, Α (για τον πλανήτη Άρη) αυτός που φλέγεται εκπέμποντας λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, φωτο λαμπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”