- εἴρερος
εἴρερος, ὁ (εἴρω), die Gefangenschaft; Od. 8, 529 εἴρερον εἰςανάγουσι; Andere εἰς ἀνάγουσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἴρερος, ὁ (εἴρω), die Gefangenschaft; Od. 8, 529 εἴρερον εἰςανάγουσι; Andere εἰς ἀνάγουσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.