κήληθρον

κήληθρον

κήληθρον, τό, Beschwichtigungs-, Zaubermittel, Phryn. in B. A. 46, 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κήληθρον — κήληθρον, τὸ (Α) κήλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα (η)θρον (πρβλ. έλκ ηθρον, μέλπ ηθρον)] …   Dictionary of Greek

  • Κήληθρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κήληθρα — Κήληθρον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κήλητρον — κήλητρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κήληθρον*, μαγικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ητρον (πρβλ. μίσ ητρον, φίλ ητρον)] …   Dictionary of Greek

  • κηλητήριος — κηλητήριος, ον (Α) 1. αυτός που θέλγει, που μαγεύει («δέξαι χοάς μου τάσδε κηλητηρίους», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κηλητήριον κήληθρον*, μαγικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλητήρ (< κηλῶ «μαγεύω, θέλγω»)] …   Dictionary of Greek

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”