κᾶλο-βάτης

κᾶλο-βάτης

κᾶλο-βάτης, , = καλοβάμων, Man. 5, 146.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλαγιοβάτης — ὁ, Α αυτός που βαδίζει πλαγίως, πλαγιοβάμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, καλο βάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”