- κήδεος
κήδεος, ον, = κήδειος, nur Il. 23, 160, οἷς κήδεός ἐστι νέκυς, die den Todten besorgen müssen, von denen der Todte zu bestatten ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κήδεος, ον, = κήδειος, nur Il. 23, 160, οἷς κήδεός ἐστι νέκυς, die den Todten besorgen müssen, von denen der Todte zu bestatten ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κήδεος — κήδεος, ον (Α) [κήδος] (μόνο μία φορά στον Όμ.) κήδειος*, αυτός που η φροντίδα τής κηδείας του ανήκει σε κάποιον («οἷσι κήδεος ἐστι νέκυς» σ όποιους ανήκει η φροντίδα τής κηδείας τού νεκρού, Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κήδεος — the charge of burying masc/fem nom sg κῆδος care about neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδέω — κήδεος the charge of burying masc/fem/neut nom/voc/acc dual κήδεος the charge of burying masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδέοις — κήδεος the charge of burying masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδέων — κήδεος the charge of burying masc/fem/neut gen pl κῆδος care about neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδεα — κήδεος the charge of burying neut nom/voc/acc pl κῆδος care about neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδε' — κήδεα , κήδεος the charge of burying neut nom/voc/acc pl κήδεε , κήδεος the charge of burying masc/fem voc sg κήδει , κήδω trouble pres ind mp 2nd sg κήδει , κήδω trouble pres ind act 3rd sg κήδεο , κήδω trouble pres imperat mp 2nd sg (epic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek