κήδειος — κήδειος, ον (Α) [κῆδος] 1. αυτός τον οποίο φροντίζει κάποιος, αγαπητός, αγαπημένος («τρεῑς τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («τροφαὶ κήδειοι κεδνῶν γε τέκνων», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
κήδειος — cared for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείοις — κήδειος cared for masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείου — κήδειος cared for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείους — κήδειος cared for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδεια — κήδειος cared for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδειοι — κήδειος cared for masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτειος — ἔτειος, εία, ον και ος, ον (Α) 1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός») 2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.) 3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος … Dictionary of Greek
επικήδειος — α, ο (AM ἐπικήδειος, ον) αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά την κηδεία, ο νεκρώσιμος (α. «επικήδειος λόγος» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», Ευρ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επικήδειος (λόγος) νεκρώσιμη ομιλία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
κήδεος — κήδεος, ον (Α) [κήδος] (μόνο μία φορά στον Όμ.) κήδειος*, αυτός που η φροντίδα τής κηδείας του ανήκει σε κάποιον («οἷσι κήδεος ἐστι νέκυς» σ όποιους ανήκει η φροντίδα τής κηδείας τού νεκρού, Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek