εἵνεκα

εἵνεκα

εἵνεκα u. εἵνεκεν, s. ἕνεκα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • είνεκα — εἵνεκα (Α) βλ. ένεκα …   Dictionary of Greek

  • εἵνεκα — ἕνεκα on account of epic ionic (poetic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵνεκ' — εἵνεκα , ἕνεκα on account of epic ionic (poetic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵνεχ' — εἵνεκα , ἕνεκα on account of epic ionic (poetic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… …   Dictionary of Greek

  • Figuren in der Ilias — Dieser Artikel beschreibt ergänzend die Figuren in der Ilias, einem der ältesten Werke der griechischen und europäischen Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Menschen 1.1 Achaier 1.2 Troer 1.3 Sonstige …   Deutsch Wikipedia

  • ACHILLES — I. ACHILLES Illyrii fil. Appianus. II. ACHILLES Pclei et Thetidis fil. quem adhuc infantem mater Stygiis undis immersit: quamobrem invelnerabilis totô corpore factus est, praeterquam in eâ pedis parte, quâ comprehensus ab ipsâ fuerat dum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AMPHIARAUS — Oeclei fil. (a quo Occlides dictus) et matitus Eriphyes, Graecus vates, quem Adrastus Rex secum ad bellum Thebanum ducere voluit: sed ille praesciens vel per somnia, vel per avium volatum Paufan. l. 1. se illinc non rediturum, latuit; et cum diu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εριδαίνω — ἐριδαίνω (Α) [έρις] 1. μαλώνω, λογομαχώ, φιλονεικώ («αὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν», Ομ. Ιλ.) 2. αγωνίζομαι, διαγωνίζομαι για κάτι, αντιμάχομαι, αμιλλώμαι («εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • ευέπεια — εὐέπεια και ποιητ. τ. εὐεπίη, ἡ (Α) [ευεπής] 1. η ομορφιά στον λόγο, η ευφράδεια, η ευγλωττία («εὐέπειαι λόγων», Πλάτ.) 2. (για ήχο) ευφωνία 3. ευχετικοί, καλοί λόγοι («ἄξιος γὰρ εἶ, τῆς εὐεπείας εἵνεκα», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κατελαύνω — (Α) 1. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω («δέκα δὲ κατήλαυνον εἴσω κατασκοπῆς εἵνεκα», Πλούτ.) 2. σπρώχνω, τραβώ προς τα κάτω 3. συνουσιάζομαι παράνομα 4. (κατά τον Ησύχ.) «κατελάσαι κατατῆξαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐλαύνω «οδηγώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”