- εἵμαρμαι
εἵμαρμαι, perf. pass. von μείρομαι, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἵμαρμαι, perf. pass. von μείρομαι, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ειμαρμένη — Αρχαία ελληνική λέξη (ουσιαστικοποιημένη μετοχή του παθητικού παρακειμένου είμαρμαι, του ρήματος μείρομαι που σημαίνει μοιράζω), που σημαίνει τη μοίρα, το πεπρωμένο, το αναπότρεπτο. Οι στωικοί φιλόσοφοι τη θεωρούσαν ως υπέρτατο λόγο των πραγμάτων … Dictionary of Greek