- εἵνυμι
εἵνυμι, εἱνύω, s. ἕννυμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἵνυμι, εἱνύω, s. ἕννυμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek