- πυρί-πνευστος
πυρί-πνευστος, = πυρίπνοος; ὀϊστοί, Nonn. D. 33, 6; Mus. 88.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρί-πνευστος, = πυρίπνοος; ὀϊστοί, Nonn. D. 33, 6; Mus. 88.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεφυρόπνευστος — ζεφυρόπνευστος, η, ον (Μ) (για μουσικό όργανο) αυτός που αποδίδει ελαφρούς, ευχάριστους ήχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος, πυρί πνευστος] … Dictionary of Greek
ηδύπνευστος — ἡδύπνευστος, ον (Α) ηδύπνους*, αυτός που πνέει γλυκά, ο γλυκόπνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πνευστος (< πνέω), πρβλ. ά πνευστος, πυρί πνευστος] … Dictionary of Greek
ιερόπνευστος — ἱερόπνευστος, ον (Μ) θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πνευστός (< πνέω), πρβλ. ηδύ πνευστος, πυρί πνευστος) … Dictionary of Greek
πυρίπνευστος — ον, ΜΑ 1. πυρίπνους* 2. αυτός που αναδίδει ατμούς ως αποτέλεσμα τής φωτιάς που καίει από κάτω ή μέσα του («πυρίπνευστοι λέβητες», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πνευστος (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος, νεό πνευστος] … Dictionary of Greek