- γήρανσις
γήρανσις, ἡ, das Altern, Arist. Metaph. 10, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γήρανσις, ἡ, das Altern, Arist. Metaph. 10, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γήρανσις — a growing old fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήρανση — η (AM γήρανσις) το να γερνάει κανείς ή το να παλιώνει κάτι νεοελλ. οι προοδευτικές αλλοιώσεις τών κυττάρων, τών οργάνων ή και ολόκληρου τού οργανισμού κατά τη διάρκεια τής ενήλικης ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηράσκω, κατά το πρότυπο τού υγίανσις] … Dictionary of Greek
ρυσή — και δωρ. τ. ῥυσά, Α (κατά το λεξ. Σούδα και κατά τον Φωτ.) «μάρανσις, ἢ γήρανσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ῥυσῶ (Ι)] … Dictionary of Greek