- κήρινθος
κήρινθος, ὁ, das Bienenbrod, Hesych. S. ἐριϑάκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κήρινθος, ὁ, das Bienenbrod, Hesych. S. ἐριϑάκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κήρινθος — bee bread fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρινθος — bee bread masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρινθος — I (1ος αι. μ.Χ.). Ιουδαίος αιρετικός. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, μετέβη στην Παλαιστίνη κατά τους αποστολικούς χρόνους και εκεί ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Δίδασκε ότι ο Ιησούς δεν ήταν Υιός του Θεού, αλλά γιος κοινών ανθρώπων (του Ιωσήφ… … Dictionary of Greek
Κηρίνθου — Κήρινθος bee bread fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίνθου — κήρινθος bee bread masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηρίνθους — Κήρινθος bee bread fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίνθους — κήρινθος bee bread masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηρίνθῳ — Κήρινθος bee bread fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίνθῳ — κήρινθος bee bread masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κήρινθε — Κήρινθος bee bread fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρινθε — κήρινθος bee bread masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)